Σκέψεις και προτάσεις για την αναβάθμιση της οικονομικής διπλωματίας

Έχοντας ολοκληρώσει μία υπηρεσιακή σταδιοδρομία 35 ετών, θα ήθελα δια του παρόντος να κοινοποιήσω στους ενδιαφερόμενους ορισμένες διαπιστώσεις, σκέψεις και προτάσεις οι οποίες θα συνέβαλαν, κατά την άποψή μου, στην αναβάθμιση της οικονομικής διπλωματίας.

Στο σημείωμα που ακολουθεί καταγράφονται οι σημαντικότερες παθογένειες που διαπίστωσα, κατά την πολυετή υπηρεσία μου σε Γραφεία ΟΕΥ, και αναπτύσσονται ιδέες και προτάσεις για την αντιμετώπισή τους και τη βελτίωση της λειτουργικότητας του συνολικού πλέγματος των μηχανισμών υποστήριξης των εξωστρεφών ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές.

Αντιλαμβάνομαι προφανώς ότι η υλοποίηση των προτάσεων που αναλύουμε στη συνέχεια δεν θα είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Πράγματι, κάθε σχετική προσπάθεια απαιτεί σύνθετες νομοθετικές ρυθμίσεις, ενώ θα προσκρούσει, αναπόφευκτα, στις υφιστάμενες γραφειοκρατικές ακαμψίες και σε αντιδράσεις συντεχνιακού χαρακτήρα.

Ωστόσο, κάθε οργανισμός οφείλει να προσαρμόζεται στις αλλαγές του εξωτερικού του περιβάλλοντος. Από την άποψη αυτή, σε μία περίοδο ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων, η διάγνωση και καταγραφή των υφιστάμενων προβλημάτων αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη χάραξη μίας συνεκτικής στρατηγικής επίλυσής τους.

1. Eπιτελικός σχεδιασμός και προγραμματισμός δράσεων

H κυριότερη ίσως τροχοπέδη στη λειτουργία των Γραφείων ΟΕΥ είναι η έλλειψη επιτελικού σχεδιασμού, προγραμματισμού και αξιολόγησης δράσεων και κατευθυντήριων εν γένει οδηγιών από την Κεντρική Υπηρεσία.

Με τον σημερινό τρόπο λειτουργίας τους, τα Γραφεία ΟΕΥ στις 60 χώρες όπου δραστηριοποιούνται καλούνται να αυτοσχεδιάσουν και να υλοποιήσουν δράσεις, ανάλογα με τη διαθεσιμότητα χρηματοδότησης, τις προτάσεις ελληνικών φορέων και τοπικών εταίρων και, σε τελική ανάλυση, την εμπειρία και την ικανότητα σχεδιασμού και οργάνωσης εκδηλώσεων των εκάστοτε προϊσταμένων τους.

Από την πλευρά τους, η Κεντρική Υπηρεσία και οι αρμόδιες Β΄Διευθύνσεις περιορίζονται, συνήθως, να ζητούν τη συνδρομή των Γραφείων ΟΕΥ για οριζόντια ή διμερή θέματα που ανακύπτουν, καθώς και την αποστολή ενημερωτικών σημειωμάτων ενόψει επίσημων συναντήσεων και επισκέψεων.

Στο πλαίσιο αυτό, οι διμερείς Δ/νσεις ασχολούνται με την παρακολούθηση των διακρατικών σχέσεων. Αντίστοιχα, η Β1 Δ/νση σχεδιασμού εξωστρέφειας και συντονισμού φορέων εξωστρέφειας αναλαμβάνει την παρακολούθηση και υποστήριξη των δράσεων των Γραφείων ΟΕΥ, ενώ η Β2 Δ/νση τεκμηρίωσης και διαχείρισης ποιότητας επιφορτίζεται κυρίως με τη διαχείριση της ηλεκτρονικής Πύλης Agora και την ανάλυση των διεθνών αγορών.

Η υφιστάμενη δομή είναι, κατά τη γνώμη μου, απρόσφορη, ανεπαρκής και μη λειτουργική.

Δεν είναι τυχαίο ότι η κυριότερη σύσταση που περιείχε το πόρισμα των Ολλανδών εμπειρογνωμόνων της Task Force, πέραν της σύζευξης και συντονισμού δράσεων όλων των φορέων υποστήριξης της εξωστρέφειας, ήταν η δημιουργία μίας «policy unit», μίας επιτελικής δηλαδή μονάδας χάραξης και σχεδιασμού πολιτικής, καθορισμού στόχων και προτεραιοτήτων και προγραμματισμού δράσεων ανά χώρα.

Πρωταρχική προϋπόθεση για την αναβάθμιση της οικονομικής διπλωματίας είναι συνεπώς μία ριζική αναδιοργάνωση της ΓΓ ΔΟΣ, στο πλαίσιο της συνολικής ανασύνθεσης των μηχανισμών υποστήριξης των εξωστρεφών ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές.

Το στρατηγικό σχέδιο εξωστρέφειας είναι, αναμφίβολα, ένα θετικό βήμα, αλλά αποτελεί κατά βάση απλή αποτύπωση προτάσεων δράσεων όλων των φορέων εξωστρέφειας, χωρίς αναλυτική περιγραφή, καθώς και διασφάλιση του συντονισμού και της συνοχής των προτεινόμενων δράσεων.

Η προτεινόμενη αναδιάρθρωση θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, όπως ήδη επισημάνθηκε, να στοχεύει στην επεξεργασία ενός επιτελικού σχεδιασμού, στη χάραξη προτεραιοτήτων και στον προγραμματισμό καθορισμένων δράσεων και στόχων ανά χώρα, σε συνεργασία με το Enterprise Greece (E.G.) και φορείς των παραγωγικών τάξεων.

Προς τούτο, οι προϊστάμενοι των Γραφείων ΟΕΥ θα μπορούσαν να καλούνται στην Κεντρική Υπηρεσία (Κ.Υ.), ένα εξάμηνο μετά την ανάληψη των καθηκόντων τους, προκειμένου να υποβάλουν αναλυτικές προτάσεις ανάληψης δράσεων, με ορίζοντα τριετίας, σε επιλεγμένους τομείς προτεραιότητας. Οι εν λόγω προτάσεις θα πρέπει να μην είναι αόριστες ή γενικόλογες, αλλά να περιλαμβάνουν το concept, τη στόχευση, την επιλογή πιθανών εταίρων και συνδιοργανωτών, το προβλεπόμενο κόστος και σαφές περίγραμμα κάθε προτεινόμενης δράσης.

Στη συνέχεια, οι προτάσεις των στελεχών ΟΕΥ θα πρέπει να συζητούνται και να εξετάζονται διεξοδικά από ολιγομελή επιτροπή, στην οποία θα συμμετέχουν εκπρόσωποι της Γ.Γ. ΔΟΣ, του Enterprise Greece και φορέων όπως ο ΣΕΒ, Επιμελητήρια ή και κλαδικοί σύνδεσμοι που εκδηλώνουν ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη χώρα.

Σε ένα επόμενο στάδιο, εφόσον οι προτάσεις αυτές υιοθετηθούν και καταρτιστεί ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα δράσεων, οι εισηγήσεις της προαναφερθείσας επιτροπής θα τίθενται προς τελική έγκριση από τον αρμόδιο υφυπουργό, τον ΓΓ ΔΟΣ και τη διοίκηση του E.G.

Ο επιτελικός αυτός σχεδιασμός δράσεων ανά χώρα θα μπορεί, αυτονόητα, να αναθεωρείται και να αναπροσαρμόζεται περιοδικά, ανάλογα με τις οικονομικές εξελίξεις και τις ευκαιρίες επιχειρηματικής συνεργασίας που διανοίγονται σε κάθε χώρα. Καθοριστικό παράγοντα αποτελεί βεβαίως η τεκμηριωμένη αξιολόγηση και το follow-up κάθε δράσης από τα Γραφεία ΟΕΥ και την Κεντρική Υπηρεσία, σε συνεργασία με το E.G. και εκπροσώπους φορέων των παραγωγικών τάξεων.

Σε μια τέτοια προοπτική, όπως γίνεται αντιληπτό, θα υπάρχει ένας σαφής επιτελικός σχεδιασμός και προγραμματισμός δράσεων σε κάθε χώρα, ενώ παράλληλα, θα παρέχεται η δυνατότητα ενδυνάμωσης της συνεργασίας Γραφείων ΟΕΥ με τις Δ/νσεις της Κ.Υ., το E.G. και τους εκπροσώπους των επιχειρηματικών φορέων.

Επιπλέον, για την επιτυχή αναδιάρθρωσή της Γ.Γ. ΔΟΣ απαιτείται ανακαθορισμός αρμοδιοτήτων της Β1 και Β2 Δ/νσης, η μία εκ των οποίων θα πρέπει να μετατραπεί σε Δ/νση Επιχειρηματικής Υποστήριξης και συντονισμού φορέων εξωστρέφειας, ενώ η έτερη να μετανομαστεί σε Δ/νση Στρατηγικού σχεδιασμού και να επιφορτιστεί με τη συστηματική επίβλεψη και αξιολόγηση της υλοποίησης του επιχειρησιακού σχεδίου δράσεων σε κάθε χώρα.

Σκόπιμο, επίσης, θα είναι προκειμένου να διασφαλιστεί ο επιχειρηματικός προσανατολισμός του νέου οργανωτικού σχήματος, να προβλεφθεί θέση αναπληρωτή Β΄Γενικού Δ/ντη, την οποία θα καταλαμβάνει Γενικός Σύμβουλος ΟΕΥ.

Τέλος, για ένα μεταβατικό διάστημα το ανωτέρω πρότυπο λειτουργίας θα μπορούσε κατ’ αρχήν να εφαρμοστεί πρώτα πιλοτικά στα 10 μεγαλύτερα Γραφεία ΟΕΥ.

2. Συνεργασία Διπλωματικών Αρχών και Γραφείων ΟΕΥ

Ένα άλλο ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα αφορά στη συνύπαρξη και συνεργασία διπλωματικού κλάδου και υπαλλήλων ΟΕΥ στο ΥΠΕΞ.

Πριν τη μεταφορά της ΓΓ ΔΟΣ και των Γραφείων ΟΕΥ στο ΥΠΕΞ, ο διπλωματικός κλάδος δεν είχε, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ουδεμία ουσιαστική επαφή με την οικονομία, την αγορά και την επιχειρηματικότητα.

Η μεταφορά της ΓΓ ΔΟΣ στο ΥΠΕΞ, το 2002, δημιούργησε προσδοκίες αναβάθμισης της οικονομικής διπλωματίας και σύνδεσης του ΥΠΕΞ με τις παραγωγικές τάξεις της χώρας.

Ωστόσο, το διπλωματικό κατεστημένο συνέχισε να εκλαμβάνει την ύπαρξη και επιχειρησιακή αυτοτέλεια των Γραφείων ΟΕΥ, τα οποία αποτελούν πλέον τμήματα των Διπλωματικών Αρχών, ως απειλή για την πρωτοκαθεδρία και τα θεσμικά κεκτημένα του διπλωματικού κλάδου.

Το 2007, με την ψήφιση νέου οργανισμού του ΥΠΕΞ (N.3566/2007) έπαυσε η τροφοδότηση του κλάδου ΟΕΥ με νέα στελέχη, με το πρόσχημα της δημιουργίας ενιαίου κλάδου αρμόδιου για θέματα πολιτικής και οικονομικής διπλωματίας. Αξιοσημείωτο είναι ότι ουδεμία πρόνοια υπήρξε για την ένταξη στον ενιαίο αυτό κλάδο των υπηρετούντων υπαλλήλων ΟΕΥ, οι οποίοι θεωρήθηκε ότι κατείχαν προσωποπαγείς πλέον θέσεις.

Ακολούθως, όταν αποφασίστηκε, το 2014, η επανατροφοδότηση του κλάδου ΟΕΥ, εκπρόσωποι του διπλωματικού κλάδου, οι οποίοι συμμετείχαν στις διαβουλεύσεις με τους εμπειρογνώμονες της Τask Force, εκφράστηκαν υπέρ της μεταφοράς των υπαλλήλων ΟΕΥ στο Υπουργείο Ανάπτυξης.

Οι εγγενείς αυτές τριβές μεταξύ των δύο κλάδων, που προϋπήρχαν άλλωστε της μεταφοράς της ΓΓ ΔΟΣ και των Γραφείων ΟΕΥ στο ΥΠΕΞ, ανάγονται, εν πολλοίς, στη διαφορετική αποστολή, τη φύση των καθηκόντων τους και τον τρόπο λειτουργίας τους.

Η διπλωματική υπηρεσία αποτελεί, αναμφίβολα, θύλακα αριστείας στο ελληνικό Δημόσιο. Αντίστοιχα, ο κλάδος ΟΕΥ, ο οποίος συστάθηκε το 1947, στελεχώνεται σήμερα από 175 υπαλλήλους ειδικών προσόντων και υψηλής κατάρτισης και αποτελεί έναν από τους πλέον εξειδικευμένους κλάδους της Δημόσιας Διοίκησης.

Ωστόσο, οι δύο κλάδοι δεν έχουν τις ίδιες εμπειρίες, προσλαμβάνουσες, παραστάσεις, εκπαίδευση και νοοτροπία. Η διπλωματική υπηρεσία παραδοσιακά χαρακτηρίζεται από ένα αυστηρά ιεραρχικό, γραφειοκρατικό και φορμαλιστικό μοντέλο λειτουργίας. Βασίζεται στην αυστηρή τήρηση κανόνων και διαδικασιών και λιγότερο στην επίτευξη απτών και μετρήσιμων αποτελεσμάτων.

Σε αντίθεση με την πολιτική διπλωματία, η οποία οφείλει εύλογα να κινείται με συντηρητικούς και πολύ προσεκτικούς χειρισμούς, η οικονομική διπλωματία επιβάλλεται να είναι business oriented, να διέπεται από πνεύμα πρωτοβουλίας, δημιουργικότητας και ευελιξίας. Η αποτελεσματική άσκησή της προϋποθέτει έμπειρο και εξειδικευμένο στελεχιακό δυναμικό, με εξωστρεφή επιχειρηματικό προσανατολισμό και εξοικείωση με τα προβλήματα και τις ανάγκες της επιχειρηματικής κοινότητας.

Η διασφάλιση της διακριτής υπόστασης και της επιχειρησιακής αυτοτέλειας των Γραφείων ΟΕΥ αποτελεί, συνεπώς, απαραίτητη προϋπόθεση για τη λειτουργικότητα του μηχανισμού υποστήριξης της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων.

Από την άποψη αυτή, η επιδιωκόμενη από ορισμένους υπευθύνους της υπηρεσιακής ηγεσίας αναίρεση της επιχειρησιακής αυτοτέλειας και η άσκηση ασφυκτικού ελέγχου των Γραφείων ΟΕΥ, θα απέτρεπε τα στελέχη ΟΕΥ να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, εξωστρεφείς δράσεις και να προβαίνουν σε επαφές με οικονομικούς και επιχειρηματικούς παράγοντες.

Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, οι υπάλληλοι ΟΕΥ στερούμενοι του δημιουργικού κινήτρου της πρωτοβουλίας και αυτενέργειας θα περιορίζονταν στην παθητική διεκπεραίωση των εντολών του εκάστοτε επικεφαλής της Διπλωματικής Αρχής. Αυτό θα οδηγούσε, αναπόφευκτα, στην απώλεια της επαφής με την αγορά, τις παραγωγικές τάξεις και το επιχειρηματικό γίγνεσθαι.

Επιπλέον, στην περίπτωση αυτή, το έργο τους θα περιοριζόταν, εξ αντικειμένου, σε παρακολούθηση των οικονομικών εξελίξεων στη χώρα αρμοδιότητας και σε θέματα διακρατικών οικονομικών σχέσεων. Το ευρύτερο φάσμα των δραστηριοτήτων τους, συναφές με την προώθηση των εξαγωγών μας, την προσέλκυση επενδύσεων και τη στήριξη των ελληνικών επιχειρηματικών συμφερόντων θα συρρικνωνόταν μέχρι εξαφανίσεως.

Τα ανωτέρω γνωρίζουν άριστα οι φορείς των παραγωγικών τάξεων. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος για τον οποίο αντέδρασαν επανειλημμένως με σφοδρότητα, με παρεμβάσεις τους σε ανώτατο κυβερνητικό επίπεδο, και απέτρεψαν κάθε σχετική απόπειρα αποδυνάμωσης και ουσιαστικής κατάργησης των Γραφείων ΟΕΥ.

Αντίθετα από παρωχημένες αντιλήψεις οι οποίες περιορίζουν το περιεχόμενο της οικονομικής διπλωματίας στο επίπεδο της διμερούς οικονομικής συνεργασίας, η επιχειρηματική κοινότητα απαιτεί επιτακτικά από τα στελέχη ΟΕΥ να αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στην αγορά, εντοπίζοντας τις υφιστάμενες ευκαιρίες απορρόφησης ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών και ανάπτυξης επιχειρηματικών συνεργασιών.

Από την άλλη πλευρά, 23 χρόνια μετά τη μεταφορά των αρμοδιοτήτων ΔΟΣ στο ΥΠΕΞ και παρά τις συχνές παραινέσεις της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας για ενεργοποίηση των Πρέσβεων σε θέματα οικονομικής διπλωματίας, οι διπλωματικοί υπάλληλοι παρέμειναν στην πλειοψηφία τους, αδρανείς και μάλλον αδιάφοροι στα οικονομικά, εμπορικά και επιχειρηματικά δρώμενα, τα οποία θεωρούν προφανώς ως υποδεέστερα και ήσσονος σημασίας. Πολλοί πρέσβεις, εξάλλου, αποφεύγουν να αναμιχθούν σε εμπορικές και επιχειρηματικές υποθέσεις, θεωρώντας ότι δεν συνάδει με το αξίωμά τους, αλλά και εξαιτίας ενός είδους risk aversion, αποφυγής δηλαδή του κινδύνου να κατηγορηθούν ότι ευνόησαν συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα εις βάρος ανταγωνιστών τους.

Για ορισμένους πρέσβεις η ενασχόλησή τους με την οικονομική διπλωματία περιορίζεται σε μία διακοσμητική κατά βάση παρουσία σε διεθνείς εκθέσεις, σε εκδηλώσεις και εγκαίνια διαφόρων δραστηριοτήτων στις οποίες προσκαλούνται. Αντίθετα, επιδεικνύουν πολύ μεγαλύτερη έφεση στη διοργάνωση πολιτιστικού χαρακτήρα εκδηλώσεων, τις οποίες θεωρούν πιθανώς ότι έχουν μεγαλύτερη αίγλη και απήχηση καθώς και μειωμένο ρίσκο.

Επιπλέον, το ενδιαφέρον τους επικεντρώνεται περισσότερο στην αποστολή εγγράφων οικονομικού περιεχομένου, στο πλαίσιο ενός άτυπου ανταγωνισμού μεταξύ Διπλωματικών Αρχών ως προς τον αριθμό των εξερχομένων εγγράφων (το λεγόμενο «εγγραφόμετρο»).

Η νοοτροπία αυτή αναπαράγεται, ως ένα βαθμό, παραδόξως και σε νεότερες γενεές διπλωματικών υπαλλήλων, παρότι οι εξετάσεις εισαγωγής τους στη διπλωματική υπηρεσία και η φοίτησή τους στη Διπλωματική Ακαδημία περιλαμβάνει και θέματα οικονομικής διπλωματίας.

Για την ορθολογική άσκηση της οικονομικής διπλωματίας στο πλαίσιο του ΥΠΕΞ, οι σχέσεις διπλωματικών και υπαλλήλων ΟΕΥ θα έπρεπε να απαλλαγούν από φοβικά σύνδρομα και συντεχνιακές σκοπιμότητες και να βασιστούν στις αρχές της συμπληρωματικότητας και της αμοιβαίας συνδρομής στο έργο τους.

Προς την κατεύθυνση αυτή, καταθέτουμε κατωτέρω μια σειρά προτάσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αρμονική συνεργασία και την όσμωση των δύο κλάδων:

α) ένα θετικό βήμα, κατά τη γνώμη μου, θα ήταν οι εξετάσεις για εισαγωγή στη διπλωματική υπηρεσία να διενεργούνται από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και να ακολουθεί τρίμηνο ή εξάμηνο εκπαίδευσης στην κοινή φάση της Ε.Σ.Δ.Δ.Α. Στη συνέχεια, οι μελλοντικοί διπλωμάτες να εκπαιδεύονται για αντίστοιχο χρονικό διάστημα στη Διπλωματική Ακαδημία. Κατ’ αυτό τον τρόπο θα διευκολυνόταν η όσμωση και η επικοινωνία με τους υπαλλήλους ΟΕΥ, καθώς και τους άλλους κλάδους που απορροφώνται από υπηρεσίες της Δημόσιας Διοίκησης.

β) οι εκθέσεις αξιολόγησης των πρέσβεων για τους προϊσταμένους των Γραφείων ΟΕΥ, πέραν των γενικών κρίσεων, θα ήταν σκόπιμο να περιλαμβάνουν και συνοπτική περιγραφή και εκτίμηση των δράσεων και εκδηλώσεων εξωστρέφειας τις οποίες αυτοί πραγματοποίησαν.

γ) προκειμένου να ενεργοποιηθούν οι πρεσβείες σε θέματα οικονομικής διπλωματίας θα μπορούσε να τεθεί ως κανόνας, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες, να αναλάβουν την υποχρέωση να διοργανώνουν 1 ή 2 εκδηλώσεις ετησίως για θέματα οικονομικής διπλωματίας, των οποίων τα αποτελέσματα θα λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγησή τους.

δ) εξίσου αποτελεσματικό θα ήταν να προβλέπεται συνοπτική και τεκμηριωμένη αποτίμηση από τον προϊστάμενο του Γραφείου ΟΕΥ, Γενικό Σύμβουλο ή Σύμβουλο, του επιπέδου συνεργασίας για θέματα οικονομικής διπλωματίας με τον οικείο πρέσβη.

ε) θα ήταν, επίσης, εξαιρετικά χρήσιμο να προβλεφθεί, κοινή βάση δεδομένων για προϊσταμένους Γραφείων ΟΕΥ και επικεφαλής Διπλωματικής Αρχής για τις σημαντικότερες επαφές και συναντήσεις με οικονομικούς και επιχειρηματικούς παράγοντες.

Στην εποχή της sharing economy, της οικονομίας διαμοιρασμού, όπως αποκαλείται, δεν είναι αποδεκτό, κάθε υπεύθυνος Αρχής ή Γραφείου να κρατά τις επαφές που έχει αναπτύξει με εξέχοντες επιχειρηματικούς παράγοντες για δική του αποκλειστικά χρήση, η οποία περιορίζεται, άλλωστε, συνήθως στη διεύρυνση του κύκλου κοινωνικών συναναστροφών ή στην αποστολή προσκλήσεων σε εκδηλώσεις της Πρεσβείας.

στ) για τους νεώτερους διπλωματικούς υπαλλήλους με βαθμό Γραμματέα, θα μπορούσε να προβλεφθεί διαρκής επιμόρφωση σε θέματα οικονομικής διπλωματίας, η οποία θα περιελάμβανε παρακολούθηση σεμιναρίων του ΙΝΕΠ ή άλλων φορέων, τηλεδιασκέψεις και συναντήσεις με φορείς των παραγωγικών τάξεων και εκπροσώπους καινοτόμων επιχειρήσεων, καθώς και επισκέψεις σε Διεθνείς Εκθέσεις, παραγωγικές μονάδες και ερευνητικά ιδρύματα.

3. Συντονισμός δράσεων Γραφείων ΟΕΥ και Enterprise Greece

Ένα από τα σημαντικότερα θέματα για τη βελτίωση της λειτουργικότητας του συστήματος υποστήριξης των ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές είναι ο συντονισμός δράσεων Γραφείων ΟΕΥ και E.G., των φορέων δηλαδή που αποτελούν τους δύο βασικούς βραχίονες της οικονομικής μας διπλωματίας.

Ένα πρώτο θετικό βήμα έγινε με τη μεταφορά το 2019 της εποπτείας του E.G. στο ΥΠΕΞ και την ανάθεση καθηκόντων προέδρου του E.G. στον εκάστοτε Γ.Γ. ΔΟΣ.

Το ζητούμενο σήμερα είναι η επίτευξη της μέγιστης δυνατής συνέργειας και της σταδιακής όσμωσης των δύο φορέων. Το E.G. και τα Γραφεία ΟΕΥ θα πρέπει να αλληλοτροφοδοτούνται και να αλληλοσυμπληρώνονται.

Τα στελέχη του E.G., παρά την ανεπαρκή στελέχωση του Οργανισμού, διατηρούν συνεχή επαφή και επικοινωνία με την επιχειρηματική κοινότητα και τους φορείς αυτής, ευέλικτη λειτουργία, διαθέτουν ικανούς χρηματοδοτικούς πόρους και παρέχουν εξειδικευμένη πληροφόρηση για την προσέλκυση επενδύσεων και την υποστήριξη της εξαγωγικής δραστηριότητας.

Από την πλευρά τους, τα Γραφεία ΟΕΥ προσφέρουν μία οργανωμένη δομή σε κάθε χώρα, εμπειρία και εξειδίκευση σε θέματα επιχειρηματικής συνεργασίας και προώθησης/προβολής ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών, γνώση των συνθηκών της τοπικής αγοράς και επαφές με τους εκεί επιχειρηματικούς παράγοντες, φορείς και οργανισμούς.

Η οργανική διασύνδεση των δύο φορέων θα μπορούσε, από την άποψη αυτή, να αποφέρει θεαματικά αποτελέσματα. Προς τούτο, θα ήταν σκόπιμο να διερευνηθεί άμεσα η δυνατότητα απόσπασης, όταν καλούνται να τοποθετηθούν στην Κεντρική Υπηρεσία, 5 αρχικά υπαλλήλων ΟΕΥ και 10 ίσως σε μεταγενέστερη φάση στο E.G. και αντίστοιχου αριθμού στελεχών του E.G. σε Γραφεία ΟΕΥ, με βάση την εξειδίκευσή τους.

Παράλληλα, θα πρέπει να διασφαλιστεί θεσμικά η συνεργασία και συμμετοχή των Γραφείων ΟΕΥ στην κατάρτιση του ετήσιου εκθεσιακού προγράμματος του E.G. και αντίστοιχα, η συμμετοχή εκπροσώπων του E.G. στην εξέταση και έγκριση του προγράμματος δράσεων κάθε Γραφείου ΟΕΥ.

Μια τέτοια προοπτική θα προσέδιδε στο νέο οργανωτικό σχήμα δυναμισμό, ευελιξία και σαφέστερο επιχειρηματικό προσανατολισμό. Ταυτόχρονα, θα ενίσχυε τη στενότερη σύνδεση του κλάδου ΟΕΥ με τις παραγωγικές τάξεις και την ολόπλευρη συμμετοχή του στην προσέλκυση επενδύσεων και στη χάραξη, υλοποίηση και παρακολούθηση της εξαγωγικής μας πολιτικής.

Τα στελέχη ΟΕΥ, λόγω της φύσης του αντικειμένου τους και της πολύτιμης εμπειρίας που αποκομίζουν στο εξωτερικό, δεν πρέπει να παραμένουν καθηλωμένα εφ’ όρου ζωής στο στενό δημοσιοϋπαλληλικό πλαίσιο.

Όπως συμβαίνει σε πολλές αναπτυγμένες χώρες, θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα απόσπασής τους (με τη θέλησή τους και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα) σε όλο το φάσμα των φορέων και οργανισμών οι οποίοι δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό εμπόριο, διεθνείς επενδύσεις και διεθνείς οικονομικές σχέσεις (E.G., Ελληνική Εταιρεία Εξαγωγικών Πιστώσεων, Ηelexpo αλλά ακόμα- και ιδιαίτερα μετά την αφυπηρέτησή τους- σε φορείς όπως ΣΕΒ, ΣΕΒΕ, ΠΣΕ, Επιμελητήρια και τα Γραφεία Εξωστρέφειας των Περιφερειών). Με δεδομένη την έλλειψη ικανών μάνατζερ και στελεχών υψηλού επιπέδου που χαρακτηρίζει την ελληνική αγορά, με τέτοια προοπτική θα ήταν μάλλον ελκυστική και ευπρόσδεκτη από τους ενδιαφερόμενους φορείς.

4. Τεχνολογικές εξελίξεις και νέα πεδία δραστηριότητας

Στη σημερινή περίοδο της ψηφιακής μετάβασης και της ραγδαίας ανάπτυξης της Τεχνητής Νοημοσύνης (T.N.) τα Γραφεία ΟΕΥ οφείλουν να επαναπροσδιορίσουν την αποστολή, τους στόχους και τον τρόπο λειτουργίας τους.

Πράγματι, όπως συμβαίνει σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες, οι αντίστοιχοι οργανισμοί στήριξης της εξωστρέφειας επιχειρούν να αναπροσαρμόσουν τη δράση τους στα νέα δεδομένα και τις μεταβαλλόμενες συνθήκες του παγκόσμιου οικονομικού γίγνεσθαι.

Βασική παράμετρος είναι η διεύρυνση του πεδίου οικονομικής συνεργασίας σε νέους τομείς, οι οποίοι θα έχουν καταλυτική ανάπτυξη και θα επικαθορίσουν την οικονομική δραστηριότητα στο άμεσο μέλλον.

Στο πλαίσιο αυτό, τα Γραφεία ΟΕΥ θα πρέπει να εστιάσουν πλέον σε τομείς και πεδία όπως, ενδεικτικά, ψηφιοποίηση, τεχνητή νοημοσύνη, μετάβαση στην πράσινη οικονομία, ΑΠΕ, περιβαλλοντική τεχνολογία, βιοτεχνολογία, ιατρική και φαρμακευτική τεχνολογία, start-ups, έξυπνες πόλεις, αστική κινητικότητα, ηλεκτροκίνηση, υδρογόνο, νέα υλικά, διαχείριση απορριμμάτων.

Η μετάβαση σε ένα μεταβαλλόμενο πεδίο δραστηριότητας δεν είναι ευχερής υπόθεση. Μέχρι σήμερα, οι παραδοσιακοί τομείς δραστηριότητας, ιδιαίτερα τα τρόφιμα, ο κατασκευαστικός τομέας και τα δομικά υλικά, εξακολουθούν να απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητας των Γραφείων ΟΕΥ, καθώς οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που αποτελούν τον παραγωγικό ιστό της ελληνικής οικονομίας τείνουν να προσαρμόζονται στις νέες τεχνολογίες με πιο αργούς ρυθμούς.

Σε κάθε περίπτωση, γεγονός παραμένει ότι τα στελέχη ΟΕΥ δεν είναι επαρκώς προετοιμασμένα για να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες απαιτήσεις του νέου επαγγελματικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Η προσαρμογή στα νέα τους καθήκοντα θα απαιτήσει σεμινάρια, τηλεδιασκέψεις με ειδικούς, συνεργασία με επιστημονικά και ερευνητικά ιδρύματα και επισκέψεις σε εταιρείες, παραγωγικές μονάδες και εργαστήρια νέων τεχνολογιών.

Εξίσου σημαντική παράμετρος, υπό το φως των ανωτέρω δεδομένων, είναι και η αλλαγή του τρόπου λειτουργίας των Γραφείων. Τα Γραφείο ΟΕΥ είναι σήμερα επιφορτισμένα με πολλαπλά καθήκοντα, μεταξύ των οποίων:

– σύνταξη ενημερωτικών σημειωμάτων για οικονομικές εξελίξεις στη χώρα αρμοδιότητας και εκπόνηση ερευνών αγοράς, Ετήσιας Έκθεσης και Επιχειρηματικού Οδηγού

– παροχή συνδρομής και απαντήσεις σε αιτήματα ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων

– διοργάνωση εκδηλώσεων και δράσεων εξωστρέφειας, προώθησης και προβολής ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών και επαφές με οικονομικούς φορείς, Επιμελητήρια και συνδέσμους επιχειρηματιών

συνοδεία και συνδρομή σε επίσημες επισκέψεις κυβερνητικών παραγόντων και επικεφαλής κρατικών φορέων και οργανισμών

– διοργάνωση και συμμετοχή σε σεμινάρια, επιχειρηματικές και εμπορικές αποστολές από και προς την Ελλάδα

– αναρτήσεις χρήσιμων εγγράφων και πληροφοριών στη διαδικτυακή πύλη Agora για ενημέρωση ενδιαφερόμενων επιχειρηματιών

– συμμετοχή σε διεθνείς διασκέψεις και ενημερωτικές συναντήσεις

– επαφές και συνεργασία με δίκτυα διανομής, εισαγωγείς, χονδρεμπόρους και αλυσίδες λιανικής πώλησης

– συνεργασία με ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη χώρα αρμοδιότητας

– εμπορικές διαφορές, προστασία προϊόντων ΠΟΠ και ΠΓΕ και καταπολέμηση απατών και απομιμήσεων.

Αρκετές από τις ανωτέρω δραστηριότητες θα πρέπει να εναρμονιστούν με τα νέα τεχνολογικά δεδομένα και την απαραίτητη έμφαση στις νέες προτεραιότητες και τα πεδία ενδιαφέροντος τα οποία προαναφέραμε.

Για παράδειγμα, ενημερωτικά έγγραφα και αναλύσεις οικονομικών εξελίξεων, που συντάσσονται με βάση δημοσιεύματα σε μέσα ενημέρωσης, έρευνες αγοράς, ακόμα και στατιστικά στοιχεία του διμερούς εμπορίου πρέπει να αλλάξουν δομή και περιεχόμενο, αφού τα σχετικά στοιχεία μπορούν πλέον ευχερώς να αντληθούν από ψηφιακές εφαρμογές της Τ.Ν.

Αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ελάχιστοι επιχειρηματίες ενδιαφέρονται σήμερα για δηλώσεις κυβερνητικών παραγόντων και αναλύσεις της οικονομίας που μπορούν να αναζητηθούν στο διαδίκτυο σε μερικά δευτερόλεπτα.

Εξάλλου, εμπεριστατωμένες μελέτες για την οικονομία όλων των χωρών, αναλύσεις και έρευνες αγοράς διατίθενται από το ΔΝΤ, τον ΟΟΣΑ, την ΕΕ, την Παγκόσμια Τράπεζα και δεκάδες οργανισμούς και φορείς του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι διαθέτουν την κατάλληλη τεχνογνωσία και εξειδικευμένο επιστημονικό δυναμικό.

Με βάση τα ανωτέρω, εκτιμούμε ότι η προστιθέμενη αξία στο έργο και τη δραστηριότητα των Γραφείων ΟΕΥ θα εντοπίζεται στο μέλλον, κατά κύριο λόγο, στις επαφές και την επικοινωνία με φορείς, εταιρείες και ερευνητικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται σε τομείς της νέας οικονομίας, στην ανίχνευση και έγκαιρη διάγνωση ευκαιριών επιχειρηματικής και τεχνολογικής συνεργασίας, και στη διοργάνωση δράσεων, εκδηλώσεων εξωστρέφειας και επιχειρηματικών αποστολών, με επίκεντρο τα νέα πεδία που ήδη περιγράψαμε .

Στους παραδοσιακούς τομείς δραστηριότητας, όπως τρόφιμα και δομικά υλικά, το ζητούμενο θα είναι η ενημέρωση και υποβοήθηση της προσαρμογής των εξαγωγικών μας επιχειρήσεων στις μεταβαλλόμενες συνθήκες και απαιτήσεις της αγοράς.

Ουδείς είναι σε θέση να προβλέψει πώς θα ασκείται η οικονομική διπλωματία σε 10 ή 15 χρόνια. Ωστόσο, οφείλουμε από τώρα να κινηθούμε προς την κατεύθυνση που σκιαγραφήσαμε αναπροσαρμόζοντας τον τρόπο λειτουργίας των Γραφείων ΟΕΥ σύμφωνα με τις επιταγές και τις τάσεις που διαγράφονται στο καινούριο τεχνολογικό και επιχειρηματικό περιβάλλον.

5. Συμμετοχή σε διεθνή δίκτυα

Ζούμε στην εποχή των δικτύων. Όπως παρατηρεί ο Υuval Harari και πλειάδα άλλων κορυφαίων διανοητών, η ισχύς, επιρροή και επιτυχία κάθε οργανισμού συνδέεται άρρηκτα με την ενεργό συμμετοχή του σε πολύμορφα δίκτυα διεθνούς εμβέλειας.

Η συγκρότηση και συνεργασία με δίκτυα τα οποία είναι σε θέση να συμβάλουν στη στήριξη των οικονομικών μας συμφερόντων, οφείλει συνεπώς να αποτελέσει ένα από τα κύρια καθήκοντα των Γραφείων ΟΕΥ και των Διπλωματικών μας Αρχών.

Οι Αρχές εξωτερικού είναι σε θέση να προσφέρουν πολύτιμο έργο στον τομέα αυτό, εφόσον απαλλαγούν από το σύνδρομο αυτοαναφορικότητας και τα γραφειοκρατικά στερεότυπα και ανοιχτούν σε ευρύτερα δίκτυα που λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές επιρροής και γέφυρες αμφίδρομης επικοινωνίας.

Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να αξιοποιηθούν και να ενεργοποιηθούν στον υπέρτερο βαθμό θεσμοί και οντότητες όπως διμερή Επιχειρηματικά Συμβούλια, Μικτά Επιμελητήρια, Σύνδεσμοι ελλήνων επιχειρηματιών σε χώρες της αλλοδαπής, δίκτυα ελλήνων επιστημόνων, καθώς και ομογενειακοί επιχειρηματικοί και επιστημονικοί φορείς.

Ο ελληνισμός διαθέτει ένα εξαιρετικά αξιόλογο επιχειρηματικό και επιστημονικό δυναμικό σε πολλές χώρες. Εναπόκειται στις υπηρεσίες μας στο εξωτερικό να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες που παρέχει το δυναμικό της διασποράς για προώθηση των ελληνικών συμφερόντων στις χώρες προέλευσης και την ανάπτυξη συνεργασίας με ελληνικούς φορείς, οργανισμούς, ερευνητικά ιδρύματα και επιχειρήσεις.

Ένα σημαντικό πρώτο βήμα θα ήταν η συστηματική καταγραφή και χαρτογράφηση, με συνεργασία Πρεσβειών, Προξενείων, Γραφείων ΟΕΥ, Γραφείων Επικοινωνίας και Δημόσιας Διπλωματίας και τοπικών ομογενειακών φορέων, του επιστημονικού και επιχειρηματικού δυναμικού ελληνικής καταγωγής σε κάθε χώρα.

Σε μία δεύτερη φάση, επιβάλλεται να επιδιώκουμε και να ενθαρρύνουμε με κάθε τρόπο τη δημιουργία δικτύων ελλήνων επιστημόνων, ελλήνων επιχειρηματιών και στελεχών επιχειρήσεων σε κάθε χώρα όπου υπάρχει σχετική δυνατότητα.

Τα εν λόγω δίκτυα, θα μπορούσαν να συμβάλουν αποφασιστικά στην ενίσχυση της οικονομικής, επιχειρηματικής και τεχνολογικής συνεργασίας, αλλά και στο σχεδιασμό, υποστήριξη και υλοποίηση δράσεων προβολής της χώρας μας και προώθησης της ελληνικής επιχειρηματικότητας στις διεθνείς αγορές.

Στα δίκτυα αυτά θα μπορούν, εξάλλου να συμμετέχουν και αλλοδαποί επιστήμονες και επιχειρηματίες οι οποίοι έχουν ιδιαίτερους δεσμούς με τη χώρα μας (π.χ. συγγενικούς, κατοχή εξοχικής κατοικίας, ενδιαφέρον για μετεγκατάσταση ή μεταφορά έδρας δραστηριότητας).

Αξίζει να αναφερθεί ότι η δημιουργία παρόμοιων δικτύων θα επέτρεπε να ενεργοποιηθούν οι επιφανέστεροι εκπρόσωποι της ομογένειας, που κατέχουν περίοπτες θέσεις και απολαμβάνουν ευρύτερου κύρους και αναγνωρισιμότητας, συμβάλλοντας έτσι στην ενδυνάμωση των δεσμών με την Ελλάδα, αλλά και στην προώθηση των συλλογικών συμφερόντων της ομογένειας στις χώρες υποδοχής. Θα παρείχε, επίσης, την ευκαιρία σε όλους τους ενδιαφερόμενους να έρθουν σε επικοινωνία και να αναπτύξουν δεσμούς με συναδέλφους και ομοτέχνους τους.

Επίσης, ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει σε δίκτυα επιστημόνων ανά κλάδο ειδίκευσης, τα οποία θα υποβοηθούσαν τη μεταφορά τεχνογνωσίας και τη δημιουργία θυλάκων αριστείας στη χώρα μας.

Στον τομέα της βιοτεχνολογίας, για παράδειγμα, υπάρχουν εκατοντάδες ελληνικής καταγωγής επιστήμονες, οι οποίοι διαπρέπουν σε μεγάλα ερευνητικά ιδρύματα, επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας και start-ups σε Ευρώπη και Αμερική.

Η Ελλάδα, μέσω κυρίως των Αρχών της στο εξωτερικό, θα πρέπει να επιδιώξει, παρέχοντας κάθε δυνατή διευκόλυνση και κατάλληλα κίνητρα, να προσελκύσει και να έρθει σε επαφή μαζί τους με πρωταρχικό στόχο τη συνδρομή τους σε επιχειρηματικά σχέδια και ερευνητικά προγράμματα που υλοποιούνται, με διεθνή συχνά χρηματοδότηση, στο συγκεκριμένο τομέα στη χώρα μας.

Αξιοσημείωτο είναι, τέλος, το παράδειγμα της Γαλλίας, η οποία διαθέτει ένα οργανωμένο δίκτυο ανά τον κόσμο 4.500 Συμβούλων Εξωτερικού Εμπορίου (Conseillers du Commerce Extérieur) που παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες προς τις γαλλικές επιχειρήσεις οι οποίες σχεδιάζουν να αναπτύξουν επιχειρηματική ή εμπορική δραστηριότητα στις χώρες τους.

Στην κατεύθυνση αυτή, θα πρέπει να εξεταστεί η σκοπιμότητα συγκρότησης ενός παρόμοιου δικτύου ελλήνων επιχειρηματιών, το οποίο θα αξιοποιούσε τη δυναμική παρουσία των ισχυρών οικονομικών ελίτ της διασποράς (ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία, Γερμανία, Μ.Βρετανία, Ολλανδία, Νότια Αφρική), καθώς και τη σημαντική ελληνική παρουσία στις χώρες της Βαλκανικής, και της ευρύτερης γεωγραφικής ζώνης της Ανατ. Μεσογείου προς όφελος των εξωστρεφών ελληνικών επιχειρήσεων.

6. Επιτόπιο προσωπικό

Μία άλλη σημαντική παθογένεια των Αρχών της Εξωτερικής Υπηρεσίας και ιδιαίτερα των Γραφείων ΟΕΥ αφορά τη διαχείριση του επιτόπιου προσωπικού.

Πράγματι, σήμερα τα θέματα πρόσληψης και επιλογής επιτόπιου προσωπικού αντιμετωπίζονται είτε αποσπασματικά και περιπτωσιολογικά, με βάση υποδείξεις κυβερνητικών παραγόντων, ή τις προτιμήσεις και προσωπικές συμπάθειες του εκάστοτε επικεφαλής της Αρχής είτε με οριζόντιες ρυθμίσεις για θέματα π.χ. ανανέωσης συμβάσεων και αμοιβών, που περιορίζουν την απαιτούμενη ευελιξία και αποτελεσματικότητα.

Πολλά Γραφεία ΟΕΥ δεν διαθέτουν επιτόπιο προσωπικό, ακόμη και σε χώρες με γλωσσικές ιδιαιτερότητες, και οι ανάγκες γλωσσικής και διοικητικής υποστήριξης καλύπτονται, εν μέρει από μεταφραστικές δαπάνες με προσωρινές αναθέσεις έργου.

Αντίθετα, σε πολλές αναπτυγμένες χώρες το επιτόπιο προσωπικό -είτε καλύπτει ανάγκες που απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις, είτε τοπικές ανάγκες γλωσσικής και διοικητικής υποστήριξης- είναι συνήθως πολλαπλάσιο του μόνιμου.

Για να βελτιωθεί η λειτουργία των Γραφείων ΟΕΥ θα πρέπει να προταθούν και εξευρεθούν ορθολογικές και ευέλικτες διαδικασίες για την επιλογή και πρόσληψη του αναγκαίου επιτόπιου προσωπικού.

Εξίσου σημαντική, ωστόσο, είναι η καθιέρωση κινήτρων για την παραμονή και δημιουργία προοπτικών αξιοπρεπούς σταδιοδρομίας, μέσω πχ μίας περιοδικής αύξησης των αποδοχών τους, ανάθεσης ευρύτερων καθηκόντων και συμμετοχής τους σε Διεθνείς Εκθέσεις και σημαντικές συσκέψεις και συναντήσεις.

Τα επιτόπια στελέχη ενσωματώνουν συχνά τη θεσμική μνήμη των Γραφείων, διατηρούν μακροχρόνιες επαφές με τους οικονομικούς μας εταίρους σε κάθε χώρα και γνωρίζουν σε βάθος τις συνθήκες που επικρατούν στην τοπική αγορά, τις υφιστάμενες διοικητικές και επιχειρηματικές πρακτικές, καθώς και τη νοοτροπία τα συναλλακτικά ήθη και τους κανόνες συμπεριφοράς που επηρεάζουν τις επιχειρηματικές και εμπορικές συναλλαγές.

7. Χρηματοδότηση δράσεων εξωστρέφειας

Όπως είναι ευνόητο, η έλλειψη των αναγκαίων κονδυλίων αποτελεί συχνά αποτρεπτικό παράγοντα για την επιτυχή υλοποίηση δράσεων οικονομικής διπλωματίας.

Πράγματι, όπως γνωρίζουν τα στελέχη που υπηρετούν σε Γραφεία ΟΕΥ, η διάθεση κονδυλίων για δράσεις και εκδηλώσεις εξωστρέφειας δεν γίνεται σήμερα βάσει προγραμματισμού και ορθολογικών κριτηρίων κατανομής τους, αλλά ad hoc ανάλογα με καθαρά συγκυριακούς παράγοντες, όπως η διαθεσιμότητα πόρων από πλευράς Enterprise Greece στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, αλλά και η επιρροή και οι προσωπικές επαφές του Επικεφαλής της Αρχής.

Για να βελτιωθεί η λειτουργικότητα της οικονομικής διπλωματίας θα πρέπει ο οικονομικός προγραμματισμός, σε ετήσια βάση, για το σύνολο των Γραφείων ΟΕΥ και των σχεδιαζόμενων δράσεων να αποφασίζεται εγκαίρως σε επιτελικό επίπεδο, με συνεργασία δηλαδή Γ.Γ. ΔΟΣ και Ε.G. , σε συνάρτηση και με το εγκεκριμένο πρόγραμμα δράσεων του κάθε Γραφείου και τα προγράμματα προβολής των Περιφερειών.

Επιπρόσθετα, η επίβλεψη και ο έλεγχος δαπανών θα μπορούσε να ανατεθεί σε μία ανεξάρτητη επιτροπή, με συμμετοχή εκπροσώπων του Γενικού Λογιστηρίου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και, ενδεχομένως, δικαστικών λειτουργών και ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων.

Επισημαίνεται, επίσης, ότι η ύπαρξη εξασφαλισμένης δημόσιας χρηματοδότησης για κάθε προγραμματισμένη δράση, θα διευκόλυνε την αναζήτηση επιπλέον πόρων, για κάλυψη τυχόν πρόσθετων αναγκών, από τους συνδιοργανωτές και δυνητικούς χορηγούς των εκάστοτε εκδηλώσεων.

* *

Όπως εξ αρχής ανέφερα, η υλοποίηση αλλαγών και μεταρρυθμίσεων αυτής της εμβέλειας δεν είναι ευχερής υπόθεση. Ωστόσο, για να ανταποκριθεί η οικονομική διπλωματία στις προκλήσεις του μέλλοντος, οι υπεύθυνοι για την άσκησή της οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι χωρίς συνεχή προσπάθεια προσαρμογής στο νέο οικονομικό, τεχνολογικό και επιχειρηματικό περιβάλλον η υποστήριξη της ελληνικής επιχειρηματικότητας στις διεθνείς αγορές θα παραμείνει κενό γράμμα και η χώρα μας δεν θα έχει τη δυνατότητα να αναβαθμίσει τη θέση της στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και να λάβει ενεργό ρόλο στις αλυσίδες προστιθέμενης αξίας στη νέα οικονομική πραγματικότητα που διαμορφώνεται.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *