Στις 9 τρέχοντος το Οικονομικό Συμβούλιο της Βαυαρίας (Wirtschaftsbeirat) – επιχειρηματικός σύνδεσμος με 1.300 διακεκριμένα μέλη και εξέχουσες προσωπικότητες της επιχειρηματικής, οικονομικής και ακαδημαϊκής κοινότητας, που αποτελεί φόρουμ διαλόγου, διοργάνωσης εκδηλώσεων, ανταλλαγής απόψεων και επεξεργασίας προτάσεων οικονομικής πολιτικής – οργάνωσε ψηφιακή εκδήλωση με αντικείμενο τις επιπτώσεις της στρατηγικής για το κλίμα και την ενέργεια στη γερμανική βιομηχανία.
Ως ομιλήτρια συμμετείχε η Dr. Veronica Grimm, μέλος του πενταμελούς συμβουλίου οικονομικών εμπειρογνωμόνων για τη γερμανική οικονομία (επιτροπή «σοφών» – Sachverständigenrat), καθηγήτρια του πανεπιστημίου Friedrich-Alexander της Νυρεμβέργης, επιστημονική δ/ντρια του «Energie Campus» Νυρεμβέργης και ενεργό μέλος σε πολυάριθμες επιτροπές και γνωμοδοτικά συμβούλια υπουργείων. Την εκδήλωση συντόνισε ο αντιπρόεδρος του Wirtschaftsbeirat, κ. Hans Hammer.
Η ομιλήτρια αρχικά επεσήμανε, ότι οι δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί, τόσο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και την επίτευξη συγκεκριμένων κλιματικών και ενεργειακών στόχων προς μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία το 2050, καθιστούν αναπόφευκτη την υλοποίηση εκτεταμένων διαρθρωτικών αλλαγών και την ανάληψη πολιτικών πρωτοβουλιών για την επιτάχυνση του μετασχηματισμού της οικονομίας.
Στο πλαίσιο εφαρμογής ανωτέρω οδικού χάρτη για φιλικό στο περιβάλλον ενεργειακό μείγμα, παραγωγικές διαδικασίες και προϊόντα, έχει έρθει στο προσκήνιο η στενή αλληλεξάρτηση της κλιματικής πολιτικής και της βιομηχανίας. Όσο πιο φιλόδοξοι είναι οι στόχοι της πρώτης, τόσο περισσότερο αναγκαία είναι μια εκτεταμένη και ταχεία προσαρμογή των επιχειρηματικών μοντέλων των βιομηχανικών επιχειρήσεων, εξέλιξη η οποία συνδέεται με υψηλό κόστος και εξασθένηση της ανταγωνιστικότητάς τους. Ωστόσο, η αυξανόμενη διαθεσιμότητα νέων καινοτόμων τεχνολογιών και η σταδιακή είσοδος όλων και περισσότερων επιχειρήσεων στο νέο επιχειρηματικό περιβάλλον καθιστούν τη μετάβαση στην οικονομία με χαμηλό ανθρακικό αποτύπωμα.
Η κα Grimm υπογράμμισε ότι οι σχεδιαζόμενες δομικές αλλαγές αποτελούν εν δυνάμει ευκαιρία για τις γερμανικές βιομηχανικές επιχειρήσεις, οι οποίες διαθέτουν ήδη σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, τεχνογνωσία και τεχνολογική υπεροχή σε πολυάριθμους τομείς της «πράσινης» οικονομίας του μέλλοντος καθώς και αξιοσημείωτη εξαγωγική δραστηριότητα. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος περιλαμβάνονται, για παράδειγμα, η ανάπτυξη τεχνολογιών υδρογόνου ή/και συνθετικών ενεργειακών πηγών, η ζεύξη όλων των ενεργοβόρων τομέων (βιομηχανία, θέρμανση, μεταφορές) σε ηλεκτρικά δίκτυα ΑΠΕ και η ψηφιοποίηση των ενεργειακών συστημάτων.
Κατά συνέπεια. οι γερμανικές επιχειρήσεις είναι σε θέση να ηγηθούν, ως κορυφαίες πάροχοι τεχνολογικών λύσεων, εφαρμογών, υπηρεσιών και προϊόντων, και να επεκτείνουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες σε νέες αγορές, συμβάλλοντας ενεργά στη διαμόρφωση κλιματικά ουδέτερης παγκόσμιας αλυσίδας αξίας.
Ωστόσο, όπως σημειώνει η κα Grimm, ο ανωτέρω μετασχηματισμός της γερμανικής οικονομίας αποτελεί μια κολοσσιαία πρόκληση για την επιχειρηματική κοινότητα. Για την όσο το δυνατό ομαλότερη μετάβαση και με τις μικρότερες επιπτώσεις στις επιχειρήσεις, η ανάληψη στοχευμένων μέτρων καθώς και η θέσπιση κινήτρων, προσανατολισμένων στις ανάγκες της αγοράς, κρίνεται επιβεβλημένη. Τα εν λόγω μέτρα στοχεύουν στην υλοποίηση σημαντικών επενδύσεων από τον ιδιωτικό τομέα, στη συνεπή εφαρμογή του εθνικού συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής (σε ισχύ από 2021) και στη θέσπιση συστήματος περιβαλλοντικής πιστοποίησης (αποτύπωμα CO2) στα προϊόντα και τις υπηρεσίες.
Επιπρόσθετα, κεντρικό ρόλο έχει η επαναθεώρηση του συνόλου των, εν μέρει στρεβλωτικών, φόρων και τελών επί της ηλεκτρικής ενέργειας (υπολογίζονται σε 42,6 δις ευρώ το 2020) με στόχο τη δραστική μείωση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ συνίσταται να υιοθετηθεί το ευρωπαϊκό χαμηλότερο επίπεδο φορολόγησης της ηλεκτρικής ενέργειας 0,01ct/KWh για τα νοικοκυριά και 0,05ct/KWh για τις επιχειρήσεις. Σε αντικατάσταση των ειδικών τελών για την προώθηση των ΑΠΕ προτείνεται η ευρεία εφαρμογή ενός συστήματος τιμολόγησης εκπομπών CO2.
Τέλος, ο δημόσιος τομέας θα πρέπει να προωθήσει περαιτέρω την ερευνητική δραστηριότητα και να υλοποιήσει γενναία προγράμματα βελτίωσης των υφιστάμενων υποδομών και εκπαίδευσης του ανθρώπινου δυναμικού στις νέες τεχνολογίες.
Σύμφωνα με την Dr. Grimm, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα. Η Γερμανία και τα άλλα κ.μ. της ΕΕ θα πρέπει να εφαρμόσουν το ταχύτερο δυνατό «έξυπνες» πολιτικές που θα τους βοηθήσουν να επιτύχουν τους κλιματικούς τους στόχους μέσω μιας όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερης και κοινωνικά βιώσιμης μετάβασης. Για το σκοπό αυτό, θα πρέπει να υποστηριχθούν οι τομείς της οικονομίας στους οποίους θα δημιουργηθούν νέα πεδία επιχειρηματικής δραστηριότητας, σε αντικατάσταση αυτών, που ενδεχομένως να αναγκαστούν να διακόψουν τη λειτουργία τους.